λεβητοειδής

λεβητοειδής
λεβητο-ειδής, ές,
A like a kettle or basin,

ἀγγεῖον Eust.1298.36

, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεβητοειδής — ές (Μ λεβητοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με λέβητα ή με λεκάνη κατά το σχήμα …   Dictionary of Greek

  • λεβητοειδεῖ — λεβητοειδής like a kettle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λεβητοειδής like a kettle masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβητοειδές — λεβητοειδής like a kettle masc/fem voc sg λεβητοειδής like a kettle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλδέρα — Βλ. λ. καλντέρα. * * * η (ηφαιστειολ.) μεγάλη λεβητοειδής κοιλότητα, που σχηματίζεται από την εγκατακρήμνιση τού κεντρικού τμήματος ενός ηφαιστείου και η οποία προκαλείται συνήθως από ισχυρή έκρηξη και εκτίναξη στον αέρα μεγάλων ποσοτήτων… …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • λεβητώδης — λεβητώδης, ῶδες (Α) [λέβης] λεβητοειδής, όμοιος με λέβητα …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”